(ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΑΛΗΦΑΚΙΩΤΗ.)
Τα Δίδυμα Αδέρφια. Αφρικάνικο Παραμύθι
Από την Anna-Maria Vasilaki
Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια γυναίκα που είχε δίδυμα αγόρια. Τον Λουέμπα και τον Μαβούγκου.
Την ημέρα που γεννήθηκαν μια μάγισσα έδωσε στη μητέρα δύο πέτρες στρογγυλές και λείες. Της είπε ότι αυτά είναι τα φυλαχτά τους και ότι δεν έπρεπε ποτέ να τα βγάλουν από το λαιμό τους και όταν τα παιδιά μεγαλώσουν να τους ενημερώσει. Η γυναίκα έκανε ακριβώς όπως της είπε η μάγισσα και τα παιδιά μεγάλωσαν και έγιναν δύο πολύ όμορφα παλικάρια.
Ένα πρωί ο Μαβούγκου αποφάσισε να ταξιδέψει γιατί ζωή στο χωρίο του φαινόταν πολύ μονότονη και τον είχε κουράσει. Έτσι το ανακοίνωσε στη μητέρα του.
- Δεν έχω καμία αντίρρηση να φύγεις παιδί μου και να ταξιδέψεις αλλά στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να σου δώσω τίποτα μαζί σου μιας και είμαστε τόσο φτωχοί.
- Δεν πειράζει μητέρα, είπε ο Μαβούγκου, άλλωστε είναι καιρός να δοκιμάσω και τη δύναμη του μαγικού μου φυλαχτού!
Έτσι αποχαιρέτησε τη μητέρα του και ξεκίνησε για το ταξίδι του. Κατευθύνθηκε προς το δάσος. Όταν έφτασε εκεί, έκοψε μερικά φύλα και τα άγγιξε με το φυλαχτό του και ρίχνοντας τα ένα, ένα κάτω είπε:
«Να γίνεις άλογο»
«Να γίνεις μαχαίρι»
« Να γίνεις τουφέκι»
Έτσι και έγινε! Ένα πανέμορφο άσπρο άλογο ξεπήδησε μπροστά του, ένα μαχαίρι βρέθηκε κρεμασμένο στο ζωνάρι του και τέλος ένα τουφέκι περάστηκε στον ώμο του. Ο Μαβούγκου χάρηκε πολύ. Καβάλησε αμέσως το άλογο και ξεκίνησε για το ταξίδι του. Κάποια στιγμή κουράστηκε και πείνασε. Τότε κρατώντας το φυλαχτό του είπε:
- Λοιπόν φυλαχτό μου; Κουράστηκα και πείνασα. Θα με αφήσεις να πεθάνω της πείνας; Και αγγίζοντας μια πέτρα ένα τεράστιο και πλουσιοπάροχο τραπέζι απλώθηκε μπροστά του με όλες τις λιχουδιές. Έτσι, ο Μαβούγκου αφού έφαγε ήπιε και ξαπόστασε συνέχισε το ταξίδι του.
Όχι πολύ μακριά από εκεί που ξαπόστασε ο Μαβούγκου υπήρχε μια πολιτεία πολύ όμορφη. Ο βασιλιάς της πολιτείας αυτής είχε μια κόρη όμορφη αλλά και πολύ πεισματάρα. Πολλοί την είχαν ζητήσει για γυναίκα τους αλλά εκείνη συνεχώς αρνιόταν.
Ο Μαβούγκου έφτασε λοιπόν στην πολιτεία και στάθηκε για λίγο στην ακροποταμιά. Εκεί έτυχε να είναι και ή βασιλοπούλα τις με φίλες της. Μόλις αντίκρισε τον Μαβούγκου, γύρισε στο σπίτι τρέχοντας και ...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ:
Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια γυναίκα που είχε δίδυμα αγόρια. Τον Λουέμπα και τον Μαβούγκου.
Την ημέρα που γεννήθηκαν μια μάγισσα έδωσε στη μητέρα δύο πέτρες στρογγυλές και λείες. Της είπε ότι αυτά είναι τα φυλαχτά τους και ότι δεν έπρεπε ποτέ να τα βγάλουν από το λαιμό τους και όταν τα παιδιά μεγαλώσουν να τους ενημερώσει. Η γυναίκα έκανε ακριβώς όπως της είπε η μάγισσα και τα παιδιά μεγάλωσαν και έγιναν δύο πολύ όμορφα παλικάρια.
Ένα πρωί ο Μαβούγκου αποφάσισε να ταξιδέψει γιατί ζωή στο χωρίο του φαινόταν πολύ μονότονη και τον είχε κουράσει. Έτσι το ανακοίνωσε στη μητέρα του.
- Δεν έχω καμία αντίρρηση να φύγεις παιδί μου και να ταξιδέψεις αλλά στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να σου δώσω τίποτα μαζί σου μιας και είμαστε τόσο φτωχοί.
- Δεν πειράζει μητέρα, είπε ο Μαβούγκου, άλλωστε είναι καιρός να δοκιμάσω και τη δύναμη του μαγικού μου φυλαχτού!
Έτσι αποχαιρέτησε τη μητέρα του και ξεκίνησε για το ταξίδι του. Κατευθύνθηκε προς το δάσος. Όταν έφτασε εκεί, έκοψε μερικά φύλα και τα άγγιξε με το φυλαχτό του και ρίχνοντας τα ένα, ένα κάτω είπε:
«Να γίνεις άλογο»
«Να γίνεις μαχαίρι»
« Να γίνεις τουφέκι»
Έτσι και έγινε! Ένα πανέμορφο άσπρο άλογο ξεπήδησε μπροστά του, ένα μαχαίρι βρέθηκε κρεμασμένο στο ζωνάρι του και τέλος ένα τουφέκι περάστηκε στον ώμο του. Ο Μαβούγκου χάρηκε πολύ. Καβάλησε αμέσως το άλογο και ξεκίνησε για το ταξίδι του. Κάποια στιγμή κουράστηκε και πείνασε. Τότε κρατώντας το φυλαχτό του είπε:
- Λοιπόν φυλαχτό μου; Κουράστηκα και πείνασα. Θα με αφήσεις να πεθάνω της πείνας; Και αγγίζοντας μια πέτρα ένα τεράστιο και πλουσιοπάροχο τραπέζι απλώθηκε μπροστά του με όλες τις λιχουδιές. Έτσι, ο Μαβούγκου αφού έφαγε ήπιε και ξαπόστασε συνέχισε το ταξίδι του.
Όχι πολύ μακριά από εκεί που ξαπόστασε ο Μαβούγκου υπήρχε μια πολιτεία πολύ όμορφη. Ο βασιλιάς της πολιτείας αυτής είχε μια κόρη όμορφη αλλά και πολύ πεισματάρα. Πολλοί την είχαν ζητήσει για γυναίκα τους αλλά εκείνη συνεχώς αρνιόταν.
Ο Μαβούγκου έφτασε λοιπόν στην πολιτεία και στάθηκε για λίγο στην ακροποταμιά. Εκεί έτυχε να είναι και ή βασιλοπούλα τις με φίλες της. Μόλις αντίκρισε τον Μαβούγκου, γύρισε στο σπίτι τρέχοντας και ...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου