Ήταν κάποτε ένας κακός άνθρωπος που τον έλεγαν Μπεν Σάντοκ. Η σκοτεινιασμένη του ψυχή δεν μπορούσε να χαρεί το καλό και το όμορφο. Οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι πράξεις του κινούνταν σε τόσο σκοτεινές περιοχές, που οτιδήποτε ήταν όμορφο και υγιές δεν μπορούσε να το αντέξει. Μοναδική του χαρά ήταν το να καταστρέφει.
Κάποια μέρα περπατούσε σε μια όαση, όταν το κακό βλέμμα του έπεσε πάνω σ' ένα τρυφερό φοινικόδεντρο, που ήταν ακόμη μικρό σε ηλικία και χαιρόταν που μεγάλωνε. Χαρούμενο κουνούσε τα φύλλα του με τον αέρα και απολάμβανε την ύπαρξή του.
Ο Μπεν Σάντοκ πήρε μια βαριά πέτρα και την έβαλε ακριβώς πάνω στην τρυφερή κορφή του νεαρού δέντρου και μετά συνέχισε το δρόμο του μ' ένα απαίσιο γέλιο.
Το φοινικόδεντρο στην αρχή έδειξε ότι βρίσκεται κάτω από δυνατή πίεση. Μετά τινάχτηκε κι έσκυψε προς όλες τις πλευρές, προσπαθώντας να ρίξει από πάνω του την πέτρα. Όμως παρ' όλες του τις προσπάθειες δεν μπόρεσε να τα καταφέρει, η πέτρα ήταν με πολλή δύναμη πιεσμένη πάνω στην κορφή του.
Ο νεαρός φοίνικας ηρέμησε και αποτραβήχτηκε στον εαυτό του. Για μερικές ημέρες και νύχτες ένιωθε σαν σε όνειρο. Μετά άρχισε να συγκεντρώνει αργά τις δυνάμεις του. Βύθισε βαθιά στη γη τις ρίζες του και ύψωσε την κορφή του προς τον ουρανό για να μπορέσει να κρατήσει την ισορροπία του. Μ' αυτό τον τρόπο οι ρίζες του έφτασαν στο βάθος της γης, σε υπόγεια νερά, που το δυνάμωσαν.
Με το φως του ήλιου μεγάλωνε η δύναμή του κι έτσι, έγινε ένα πραγματικά επιβλητικό δέντρο.
Ύστερα από χρόνια, ξαναπέρασε απ' την όαση ο Μπεν Σάντοκ για να χαρεί το έργο του. Φανταζόταν το ανάπηρο φυτό και γελούσε χαιρέκακα.`Αδικα όμως γύριζε μέσα στην όαση, ψάχνωντας για ένα κατεστραμμένο δεντράκι. Και τότε, ο ωραιότερος φοίνικας της όασης, έσκυψε την κορφή του, του έδειξε την πέτρα που ήταν μέσα στην καρδιά του και είπε με ήπια φωνή:
"Σ' ευχαριστώ Μπεν Σάντοκ, το βάρος που έβαλες επάνω μου με έκανε δυνατό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου