Εδώ θα βρεις επιπλέον υλικό από το μάθημά μας.

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Ποιήματα για θάλασσες(Νεφέλη)


Ίσκιο δεν κάνει η θάλασσα 
 Βέρα Βασιλείου-Πέτσα


Στου βράχου τη σιωπή θητεύω
για την ανάδυση.

Πώς εμπιστεύτηκα τη θάλασσα
πώς παγιδεύτηκα στην πέτρα!

Δεν είχε στο βλέμμα άλλο
παρά κρυφές στιγμιαίες λάμψεις
συνήθειες μιας θάλασσας
φύλλο ασημί μες στις ανταύγειες της
κάτοπτρο στις αντανακλάσεις.
Και πριν αγγίξω το υδάτινο είδωλο
το βυθό αναρίγησε.
Πρόλαβε-ωστόσο-
με επιφώνημα κατάδυσης
να με καταδικάσει
δεσμώτη Προμηθέα.

Στην πέτρα θα περάσει η ζωή
και ίσκιο δεν κάνει η θάλασσα.


ΑΝΑΒΑΠΤΙΣΗ
Κωνσταντίνος Κομιανός

Στον ορίζοντα πέρα,
ασπρίζουν
της θάλασσας
τ’ αραδοκύματα,
καταμεσής
στεριάς κι’ ουρανού
σαν υγρή χιονοστιβάδα, 

 
εκτυφλωτικό,ενόσω
τ’ αστραποβόλημα
του στερεώματος,
διαθλά
μές της συννεφιάς το γκρίζο
του ήλιου τις αχτίδες. 

 
Και το νερό
να στραφταλιάζει λουλακί 

 
και να χαρίζεται,
ανένταχτο
στην πλάση.

 
Μήπως ξασπρίσει
της ζωής τη ρύπανση

 
και στην παραίτηση
της ύπαρξης,
μη δυνηθεί και
δώσει χρώμα…

ΑΝ ΗΤΑΝ
 Νίκος Πενταράς

Το Φως χορεύει στον αφρό
λευκό πανί στο πέλαγος
μετάξι στον αγέρα
μέσα σ’ ανήλιαγη σπηλιά
η Μέδουσα παραμονεύει.
 

Πήρα τ’ αδράχτι
- κειμήλιο της γιαγιάς μου
της ξακουστής υφάντρας-
ν’ αδράξω το μετάξι
μ’ αδέξιος σαν ήμουνα
μου ξέφυγε απ’ τα χέρια
και πήγε ίσια στο βυθό.
Για χρόνια τώρα ψάχνω
στα φύκια και στην άμμο
ρωτώ τα ψάρια της σιωπής
ίσως αυτά με βοηθήσουν
μα κάνουν ελιγμό και μ’ αποφεύγουν
και τότες απελπίζομαι
βγαίνω ξανά στην επιφάνεια
ξαπλώνω μπρούμυτα
σε βράχο κυματοδαρμένο
και κλαίω μ’ αναφιλητά.
 

Το κύμα παίρνει το «γιατί»
από τα μάτια μου τα κόκκινα
το στροβιλίζει και μετά
με βία τ’ αμολά στα βράχια
κι εκείνο θρυμματίζεται
κι αντιλαλεί στ’ ακροθαλάσσια.
 

Αν ήταν, συλλογίζομαι, τουλάχιστο,
ένα χελιδονόψαρο,
αν ήταν κι άρπαζε ένα θρύψαλο
ίσως να μ’ οδηγούσε
να βρω τ’ αδράχτι της γιαγιάς,
γιατί γνωρίζουν τα χελιδονόψαρα
τα κατατόπια του βυθού
μα προπαντός γνωρίζουν ακριβώς
σε ποια γωνιά παραμονεύει η Μέδουσα.

Αγκάλιασμα
Κωνσταντίνος Β. Σβεντζούρης

Η θάλασσα μπροστά
χρώμα στα μάτια 
τα πόδια ακίνητα 
ρίζες στη γη
κι όλο
το μπλε του κόσμου
εντός μου
άσπιλο
βουβό
αεικίνητο.
Σ΄αγκάλιασα,
τα χέρια μου
στιγμή κι αιωνιότητα 
λίκνο του χρόνου 
αέρινο
όταν δειλά
έγειρες το κεφάλι 
κει που ενώνονταν 
φως και νερό 
στο στέρνο, 
ένιωσες ασφαλής
αθέατη στα βλέμματα 
κι έλαμπες γυμνή
σαν ηλιαχτίδα 
που ονειρεύτηκε
όνειρα λευκά. 
Ώρα πολλή κοιμήθηκες 
στο μέρος της καρδιάς 
και ανασαίνοντας
βαθιά το σώμα 
στο δέρμα
φύτεψες 
ένα χαμόγελο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου