Ένας από τους πιο συγκινητικούς ύμνους της μουσικής το Δοξαστικό των
Αποστίχων του Εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής . Σε ήχο Πλάγιο του
Πρώτου .
Εσένα, που είσαι ντυμένος το φως σαν ένδυμα, κατεβάζοντας ο Ιωσήφ από το ξύλο μαζί με τον Νικόδημο και βλέποντας Σε νεκρό, γυμνό, άταφο, ἀναλαβών θρῆνο γεμάτο συμπάθεια καί κλαίοντας ἔλεγε:
Ἀλίμονο σ᾽ ἐμένα, γλυκύτατε Ἰησοῦ! Πρίν ἀπό λίγο ὁ ἥλιος, βλέποντάς σε νά κρέμεσαι στό σταυρό, ντύθηκε στό σκοτάδι καί ἡ γῆ ἀπό τό φόβο της κλονιζόταν καί σχίστηκε σέ δύο τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ. Ἀλλ᾽ ὅμως τώρα κατανοῶ ὅτι γιά μένα ὑπέστης θάνατο.
Πῶς νά σέ κηδεύσω, Θεέ μου;
Ἤ πῶς νά σέ τυλίξω σέ σεντόνια;
Μέ ποιά τραγούδια να ψάλλω κηδεύοντάς Σε, εὐσπλαχνικέ Κύριε;
Δοξολογῶ τά πάθη σου, ψέλνω ύμνους στήν ταφή σου μαζί μέ τήν Ἀνάστασή σου, κραυγάζοντας: Κύριε, δόξα σοι.
'' Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον, τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου, σὺν Νικοδήμῳ, καὶ θεωρήσας νεκρὸν γυμνὸν ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν· Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετο, καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳἐκυμαίνετο, καὶ διεῤῥήγνυτο ναοῦ τὸ καταπέτασμα· ἀλλ´ ἰδοὺ νῦν βλέπω σε, δι´ ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον· πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἱλήσω;ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω, τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα; ἢ ποία ᾄσματα μέλψω, τῇ σῇ ἐξόδῳ Οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τὰ Πάθη σου, ὑμνολογῶ καὶ τὴν Ταφὴν σου, σὺν τῇ Ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι . ''
"Με γύμνωσαν. Αγκάθινο στεφάνι μου φόρεσαν και στα χέρια μου έδωσαν καλάμι να κρατώ, για να τους συντρίψω σαν σκεύη από πηλό".
Εσένα, που είσαι ντυμένος το φως σαν ένδυμα, κατεβάζοντας ο Ιωσήφ από το ξύλο μαζί με τον Νικόδημο και βλέποντας Σε νεκρό, γυμνό, άταφο, ἀναλαβών θρῆνο γεμάτο συμπάθεια καί κλαίοντας ἔλεγε:
Ἀλίμονο σ᾽ ἐμένα, γλυκύτατε Ἰησοῦ! Πρίν ἀπό λίγο ὁ ἥλιος, βλέποντάς σε νά κρέμεσαι στό σταυρό, ντύθηκε στό σκοτάδι καί ἡ γῆ ἀπό τό φόβο της κλονιζόταν καί σχίστηκε σέ δύο τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ. Ἀλλ᾽ ὅμως τώρα κατανοῶ ὅτι γιά μένα ὑπέστης θάνατο.
Πῶς νά σέ κηδεύσω, Θεέ μου;
Ἤ πῶς νά σέ τυλίξω σέ σεντόνια;
Μέ ποιά τραγούδια να ψάλλω κηδεύοντάς Σε, εὐσπλαχνικέ Κύριε;
Δοξολογῶ τά πάθη σου, ψέλνω ύμνους στήν ταφή σου μαζί μέ τήν Ἀνάστασή σου, κραυγάζοντας: Κύριε, δόξα σοι.
'' Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον, τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου, σὺν Νικοδήμῳ, καὶ θεωρήσας νεκρὸν γυμνὸν ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν· Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετο, καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳἐκυμαίνετο, καὶ διεῤῥήγνυτο ναοῦ τὸ καταπέτασμα· ἀλλ´ ἰδοὺ νῦν βλέπω σε, δι´ ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον· πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἱλήσω;ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω, τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα; ἢ ποία ᾄσματα μέλψω, τῇ σῇ ἐξόδῳ Οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τὰ Πάθη σου, ὑμνολογῶ καὶ τὴν Ταφὴν σου, σὺν τῇ Ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι . ''
"Με γύμνωσαν. Αγκάθινο στεφάνι μου φόρεσαν και στα χέρια μου έδωσαν καλάμι να κρατώ, για να τους συντρίψω σαν σκεύη από πηλό".